αποτσακίζω

αποτσακίζω
(Μ ἀποτσακ(κ)ίζω)
νεοελλ.
1. τσακίζω, σπάω ή συντρίβω τελείως
2. (για ζώα) παραμερίζω
3. (για πρόσωπα) έχω σωματική κατάπτωση
μσν.- νεοελλ.
μεταπείθω, αποτρέπω
μσν.
1. μιλώ σε κάποιον με ειλικρίνεια και σοβαρότητα
2. πείθω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”